τριηραρχία — τριηραρχίᾱ , τριηραρχία command of a trireme fem nom/voc/acc dual τριηραρχίᾱ , τριηραρχία command of a trireme fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχίᾳ — τριηραρχίαι , τριηραρχία command of a trireme fem nom/voc pl τριηραρχίᾱͅ , τριηραρχία command of a trireme fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχία — η το λειτούργημα του τριηράρχου (βλ. λ.) στην αρχαία Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριηραρχίας — τριηραρχίᾱς , τριηραρχία command of a trireme fem acc pl τριηραρχίᾱς , τριηραρχία command of a trireme fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχίαι — τριηραρχία command of a trireme fem nom/voc pl τριηραρχίᾱͅ , τριηραρχία command of a trireme fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχίαν — τριηραρχίᾱν , τριηραρχία command of a trireme fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Триерархия — (τριηραρχία) самая дорогая и обременительная из всех чрезвычайных афинских литургий, т. е. натуральных повинностей, которые отправлялись в виде бесплатных общественных должностей. Т. освобождала гражданина в продолжение данного года от всех… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ТРИЕРАРХИЯ — • Τριηραρχία, см. Λειτουργία, Литургия … Реальный словарь классических древностей
τριηραρχιῶν — τριηραρχία command of a trireme fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηραρχίαις — τριηραρχία command of a trireme fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)